-
1 αποφυγή
[апофиги] ουσ. Θ. уклонение, предлог, отговорка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποφυγή
-
2 избежание
избежание с η αποφυγή во -... για ν'αποφεύγω..., προς αποφυγή...* * *сη αποφυγήво избежа́ние... — για ν'αποφεύγω..., προς αποφυγή...
-
3 обход
-а α.1. περιφορά, τριγύρισμα περιοδεία, γύρα, τουρνέ.2. παράκαμψη• αποφυγή•делать обход παρακάμπτω.
3. επίσκεψη γιατρού ασθενών νοσοκομείου.4. (στρατ.) υπερφαλάγ-ση.εκφρ.в обход – α) παρακάμπτοντας, β) αποφυγή, παράκαμψη• αποσιώπηση, γ) υπερφαλαγγίζοντας. -
4 избежание
η αποφυγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > избежание
-
5 облёт
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > облёт
-
6 осланцевание
η τεχνητή αύξηση του ποσοστού τέφρας στην καρβουνόσκονη (προς αποφυγή της αυτοανάφλεξης ή έκρηξης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осланцевание
-
7 уклонение
1. (отклонение от заданной величины, пути, направления и т.п.) η παρέκκλιση, η απόκλιση 2. (во избежание столкновения, удара и тп.) η αποφυγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уклонение
-
8 вольт
вольт Iм эл. τό βολτ.вольт IIм спорт. ἡ βόλτα, ἡ στροφή/ ἡ ἀποφυγή κτυπήματος (в фехтовании). -
9 предвосхищение
предвосхищениес ἡ πρόβληψη [-ις] (γεγονότων), ἡ ἀποφυγή. -
10 вольт
-
11 дикарство
-а ουδ.ακοινωνησία, αποφυγή από τα εγκόσμια, άγρια κατάσταση. -
12 дикость
-и θ.1. αγριότητα.2. ερημιά, άγριο μέρος.3. βαρβαρότητα, απολιτισιά. || θηριωδία, κτηνωδία.4. φρίκη.5. πράγμα εκπληκτικό, παράδοξο• παραλογισμός, εξωφρενικότητα.6. ακοινωνησία, αποφυγή από τα εγκόσμια. -
13 обтекание
-я ουδ.παράκαμψη. || μτφ. αποφυγή. -
14 опасение
-я ουδ.φόβος, φοβία•вызвать προξενώ φόβο•
смотреть с -ем κοιτάζω φοβισμένα.
|| ανησυχία για κάτι, δισταγμός•опасение половина спасения παρμ. φύλαγε τα ρούχα σου για νά χεις τα μισά.
|| αποφυγή, προφύλαξη. -
15 отшутиться
-учусь, -утишьсяρ.σ. αστειεύομαι, δίνω αστεία απάντηση (για αποφυγή)• ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι με αστείο τρόπο. -
16 угонка
-и θ.1. βγάλσιμο των ζώων στη βοσκή. || μεταφορά εσπευσμένη ή βίαιη. || άρπασμα, κλέψιμο, απαγωγή. || αποστολή, στάλσιμο.2. καταδίωξη θηράματος.3. αποφυγή του θηράματος από το πιάσιμο των σκύλων. -
17 удаление
-я ουδ.1. απομάκρυνση, ξεμάκρε-μα• αλάργεμα.2. εκδίωξη, διώξιμο• αποβολή•-из класса διώξιμο από τη (σχολική) τάξη.
3. εξαγωγή, βγάλσιμο•удаление зуба το βγάλσιμο του δοντιού•
удаление пятна το βγάλσιμο του λεκέ.
|| αποφυγή• ξέκομμα•удаление от друзей ξέκομμα από τους φίλους.
4. μακρινά μέρος. -
18 чуждость
-и θ.αποφυγή, αποξένωση.
См. также в других словарях:
ἀποφυγῇ — ἀποφυγή escape fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυγή — escape fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποφυγή — η (AM ἀποφυγή) [αποφεύγω] το να αποφεύγει κάποιος κάτι αρχ. 1. μέρος όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια 2. δικαιολογία, πρόφαση, υπεκφυγή … Dictionary of Greek
αποφυγή — η το να αποφεύγει κανείς κάτι ή να ξεφεύγει, να γλιτώνει από κάτι: Είχε ως αρχή την αποφυγή των προστριβών με τους συγγενείς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποφύγῃ — ἀποφεύγω flee from aor subj mp 2nd sg ἀποφεύγω flee from aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυγῆι — ἀποφυγῇ , ἀποφυγή escape fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφύγηι — ἀποφύγῃ , ἀποφεύγω flee from aor subj mp 2nd sg ἀποφύγῃ , ἀποφεύγω flee from aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυγαῖς — ἀποφυγή escape fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυγαί — ἀποφυγή escape fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυγῆς — ἀποφυγή escape fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυγήν — ἀποφυγή escape fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)